- νεραϊδογέννητος
- -η, -οβλ. νεραϊδογεννημένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νεραϊδογέννητος — η, ο νεραϊδογεννημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεράιδα + γεννώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Μίντλετον, Τόμας — (Thomas Middleton, Λονδίνο 1580 – Νιούινγκτον Μπατς 1627). Άγγλος θεατρικός συγγραφέας. Αν και καταγόταν από φτωχή οικογένεια, κατόρθωσε να σπουδάσει στην Οξφόρδη χάρη στη γενναιοδωρία ευγενών προστατών. Εξαιρετικά ικανός στιχουργός, άρχισε να… … Dictionary of Greek
νεραΐδογεννημένος — η, ο αυτός που γεννήθηκε από νεράιδα, αλλ. νεραϊδογέννητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)